καλλονά

καλλονά
καλλονά̱ , καλλονή
beauty
fem nom/voc/acc dual
καλλονά̱ , καλλονή
beauty
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλλονάν — καλλονά̱ν , καλλονή beauty fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλονάς — καλλονά̱ς , καλλονή beauty fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κουρμούλης — Επώνυμο οικογένειας ευγενών από τη Μεσαρά της Κρήτης, γνωστοί ως Κ. οι κρυπτοχριστιανοί. Από το 1680 οι Κ. ασπάστηκαν φανερά τον ισλαμισμό, ενώ στην πραγματικότητα τελούσαν κρυφά τα χριστιανικά μυστήρια (γάμους, βαφτίσεις κλπ.). Λόγω της… …   Dictionary of Greek

  • Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”